Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερωτευμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ερωτευμέν|ος <-η, -ο> [ɛrɔtɛvˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

II . ερωτευμέν|ος <-η, -ο> [ɛrɔtɛvˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

ερωτευμένος

Παραδειγματικές φράσεις με ερωτευμένος

είναι ερωτευμένος ως τ' αφτιά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский