I.ride <rode, ridden> [raɪd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. ride (sit on):
- to be riding a bike/motorcycle
5. ride (surf):
II.ride <rode, ridden> [raɪd] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. ride (travel):
ιδιωτισμοί:
III.ride [raɪd] ΟΥΣ
2. ride (at amusement park):
- tour αρσ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.