I.tread [βρετ trɛd, αμερικ trɛd] ΟΥΣ
II.tread <απλ παρελθ trod; μετ παρακειμ trodden> [βρετ trɛd, αμερικ trɛd] ΡΉΜΑ μεταβ
tread street, path, area:
- a well-trodden path κυριολ, μτφ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.