zgúblja|ti <-m; zgubljal> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
zgubljati → izgubljati:
I. izgúblja|ti <-m; izgubljal> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
1. izgubljati (ne vedeti, kje je kaj):
2. izgubljati (biti ob kaj):
3. izgubljati šport:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.