στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
stilistica [stiˈlistika] ΟΥΣ θηλ
- stilistica
-
stilistico <πλ stilistici, stilistiche> [stiˈlistiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
stilistico analisi, livello, tendenza, artificio, raffinatezza:
- marcatore stilistico ΓΛΩΣΣ
-
στο λεξικό PONS
stilistica <-che> [sti·ˈlis·ti·ka] ΟΥΣ θηλ
- stilistica
-
stilistico (-a) <-ci, -che> [sti·ˈlis·ti·ko] ΕΠΊΘ
- stilistico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.