στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
scialbo [ˈʃalbo] ΕΠΊΘ
2. scialbo μτφ:
- scialbo spettacolo, opera, persona, romanzo
-
- scialbo stile
- lacklustre βρετ
- scialbo stile
- lackluster αμερικ
- scialbo personalità, descrizione, vita, aspetto
- colourless βρετ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.