στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. isterico <πλ isterici, isteriche> [isˈtɛriko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
- gravidanza isterica
-
-
- gravidanza θηλ isterica
-
- gravidanza θηλ isterica
- hysterical person, behaviour
-
-
- risata isterica
-
- crisi θηλ isterica
στο λεξικό PONS
I. isterico (-a) <-ci, -che> [is·ˈtɛ:·ri·ko] ΕΠΊΘ
- isterico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.