fracido [ˈfratʃido] ΕΠΊΘ ιδιωμ, λογοτεχνικό
fracido → fradicio
I. fradicio <pl. fradici, fradiceandfradicie[-tʃi, -tʃe, -tʃe]> [ˈfraditʃo] ΕΠΊΘ
1. fradicio (bagnato):
2. fradicio (rafforzativo):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.