στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
evoluta [evoˈluta] ΟΥΣ θηλ ΜΑΘ
- evoluta
-
I. evoluto [evoˈluto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
evoluto → evolvere
II. evoluto [evoˈluto] ΕΠΊΘ
I. evolvere [eˈvɔlvere] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere
- la situazione è evoluta rapidamente
-
- la situazione si è evoluta rapidamente
-
στο λεξικό PONS
I. evoluto (-a) [e·vo·ˈlu:·to] ΡΉΜΑ
evoluto μετ παρακειμ di evolvere
II. evoluto (-a) [e·vo·ˈlu:·to] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.