στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
analogia [analoˈdʒia] ΟΥΣ θηλ
analogico <πλ analogici, analogiche> [anaˈlɔdʒiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. analogico (fondato sull'analogia):
analogicamente [analodʒikaˈmente] ΕΠΊΡΡ
analogista <m.πλ analogisti, f.pl. analogiste> [analoˈdʒista] ΟΥΣ αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
analogico (-a) <-ci, -che> [a·na·ˈlɔ:·dʒi·ko] ΕΠΊΘ
1. analogico (metodo):
- analogico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.