I. agguerrito [aɡɡwerˈrito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
agguerrito → agguerrire
II. agguerrito [aɡɡwerˈrito] ΕΠΊΘ
1. agguerrito (preparato alla guerra):
2. agguerrito (reso forte):
3. agguerrito (esperto):
I. agguerrire [aɡɡwerˈrire] ΡΉΜΑ μεταβ (fortificare)
- agguerrire esperienza:
-
- agguerrire persona
-
II. agguerrirsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.