στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. affrancato [affranˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
affrancato → affrancare
II. affrancato [affranˈkato] ΕΠΊΘ
I. affrancare [affranˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. affrancare (liberare):
- affrancare schiavo, popolazione
-
2. affrancare (riscattare):
- affrancare terreno, proprietà
-
II. affrancarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.