ternísimo (ternísima) ΕΠΊΘ
ternísimo → tierno
tierno (tierna) ΕΠΊΘ
1. tierno:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- termotecnia
- terna
- ternada
- ternario
- terne
- ternísimo
- terno
- ternura
- tero
- terquedad
- terracería