Oxford Spanish Dictionary
insatisfecho (insatisfecha) ΕΠΊΘ
1. insatisfecho (descontento):
2. insatisfecho hambre/deseo:
- insatisfecho (insatisfecha)
-
στο λεξικό PONS
insatisfecho (-a) ΕΠΊΘ
- insatisfecho (-a)
-
insatisfecho (-a) [in·sa·tis·ˈfe·ʧo, -a] ΕΠΊΘ
- insatisfecho (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.