Oxford Spanish Dictionary
chocante ΕΠΊΘ
1. chocante (que causa cierta impresión):
2. chocante (en cuestiones morales):
3. chocante (llamativo) οικ:
στο λεξικό PONS
chocante ΕΠΊΘ
3. chocante λατινοαμερ:
chocante [ʧo·ˈkan·te] ΕΠΊΘ
2. chocante λατινοαμερ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.