Oxford Spanish Dictionary
campesino2 (campesina) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
I. campesino (-a) ΕΠΊΘ
II. campesino (-a) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. campesino (que vive, trabaja):
I. campesino (-a) [kam·pe·ˈsi·no, -a] ΕΠΊΘ
II. campesino (-a) [kam·pe·ˈsi·no, -a] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.