Oxford Spanish Dictionary
rojo1 (roja) ΕΠΊΘ
1.1. rojo color/vestido:
2.2. rojo μειωτ ΠΟΛΙΤ (en la Guerra Civil española):
- rojo (roja)
-
rojo2 ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- achatar
- achicador
- achicar
- achicharrante
- achicharrar
- achicoria roja
- achilar
- achinado
- achiote
- achipolarse
- achiquillado