I. näher [ˈnɛːɐ] συγκρ von nah(e) ΕΠΊΘ
1. näher (zeitlich, räumlich):
2. näher (genauer):
II. näher [ˈnɛːɐ] συγκρ von nah(e) ΕΠΊΡΡ
nahe [ˈnaːə] ΕΠΊΘ ΕΠΊΡΡ PREP
nahe s. nah
I. nah <näher, nächste> [naː] ΕΠΊΘ
II. nah <näher, nächste> [naː] ΕΠΊΡΡ
Näher <-s, -> SUBST αρσ
- Näher
- ράφτης αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.