etliche(r, s) [ˈɛtlɪçə, -çɐ, -çəs] ΑΝΤΩΝ αόρ
1. etliche(r, s) προσδιορ:
2. etliche(r, s) (zahlreiche Personen):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.