I. black [blak] οικ ΕΠΊΘ
- black musique, mode
-
black αρσ
- black
- Schwarzer αρσ
black ΟΥΣ
blackoutNO <blackouts> [blakaut], black-outOT αμετάβλ ΟΥΣ αρσ
1. blackout ΣΤΡΑΤ:
-
- Verdunkelung θηλ
2. blackout μτφ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.