zwo·te, zwo·ter, zwo·tes [ˈtsvo:tə, ˈtsvo:tɐ, ˈtsvo:təs] ΕΠΊΘ προσδιορ οικ
zwote → zweite(r, s)
zwei·te, zwei·ter, zwei·tes [ˈtsvaitə, ˈtsvaitɐ, ˈtsvaitəs] ΕΠΊΘ
1. zweite (nach dem ersten kommend):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.