I. ve·he·ment [veheˈmɛnt] ΕΠΊΘ τυπικ
- vehement
- vehement
II. ve·he·ment [veheˈmɛnt] ΕΠΊΡΡ τυπικ
- vehement
-
- etw vehement bestreiten
-
-
- vehement
-
- vehement
-
- etw vehement abstreiten
-
- vehement
- vehement
- vehement
-
- vehement verurteilen
- to expostulate on [or about] sth
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- etw vehement bestreiten
- to expostulate on [or about] sth