I. mords·mä·ßig [ˈmɔrtsmɛ:sɪç] ΕΠΊΘ οικ
II. mords·mä·ßig [ˈmɔrtsmɛ:sɪç] ΕΠΊΡΡ οικ
1. mordsmäßig + ρήμα (höllisch):
2. mordsmäßig + επίθ, μετ παρακειμ (mörderisch):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.