le·bens·not·wen·dig ΕΠΊΘ
lebensnotwendig → lebenswichtig
le·bens·wich·tig ΕΠΊΘ
-
- Lebensnotwendige ουδ <-n> kein pl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.