I. land·schaft·lich ΕΠΊΘ
II. land·schaft·lich ΕΠΊΡΡ
1. landschaftlich (die Landschaft betreffend):
2. landschaftlich ΓΛΩΣΣ (regional):
- landschaftlich
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.