HG <-, -s> [ha:ˈge:] ΟΥΣ θηλ
HG συντομογραφία: Handelsgesellschaft
Handelsgesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Han·dels·ge·sell·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ, HG ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Han·dels·ge·sell·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ, HG ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
He·raus·ge·ber(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
hg.
hg. συντομογραφία: herausgegeben
- hg.
- ed.
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.