I. ge·schmack·voll ΕΠΊΘ
II. ge·schmack·voll ΕΠΊΡΡ
- geschmackvoll
-
-
- geschmackvoll
-
- geschmackvoll gekleidet
-
- geschmackvoll [o. stilvoll] eingerichtet
-
- geschmackvoll
-
- geschmackvoll
-
- geschmackvoll
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.