I. ge·schicht·lich [gəˈʃɪçtlɪç] ΕΠΊΘ
1. geschichtlich (die Geschichte betreffend):
II. ge·schicht·lich [gəˈʃɪçtlɪç] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.