στο λεξικό PONS
Ver·säum·nis <-ses, -se> [fɛɐ̯ˈzɔymnɪs] ΟΥΣ ουδ τυπικ
1. Versäumnis (unterlassene Teilnahme):
-
- absence no άρθ, no πλ
2. Versäumnis (Unterlassung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.