-
- Straßenhändler(in) αρσ (θηλ) <-s, -; -, -nen>
-
- Straßenhändler(in) αρσ (θηλ) <-s, -; -, -nen>
-
- Straßenhändler, der mit Perlmuttknöpfen besetzte Kleidungsstücke trägt und Geld für wohltätige Zwecke sammelt
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.