στο λεξικό PONS
Stich·tag <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
- Stichtag (maßgeblicher Termin)
-
- Stichtag (letzter Möglichkeit)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Stichtag ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
- Stichtag (Datum des Inkrafttretens)
-
Stichtag ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
- Stichtag (relevantes Datum, z. B. für Bilanzdaten)
-
- Stichtag (relevantes Datum, z. B. für Bilanzdaten)
-
- Stichtag (relevantes Datum, z. B. für Bilanzdaten)
-
-
- Stichtag αρσ
-
- Stichtag αρσ
-
- Stichtag αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.