στο λεξικό PONS
por·tu·gie·sisch [pɔrtuˈgi:zɪʃ] ΕΠΊΘ
1. portugiesisch (Portugal betreffend):
2. portugiesisch ΓΛΩΣΣ:
Por·tu·gie·sisch <-(s)> [pɔrtuˈgi:zɪʃ] ΟΥΣ ουδ κλιν τύπος wie επίθ
1. Portugiesisch ΓΛΩΣΣ:
2. Portugiesisch (Fach):
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Lendenschnitte auf portugiesische Art ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.