στο λεξικό PONS
Op·po·si·ti·o·nel·le(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
op·po·si·ti·o·nell [ɔpozitsi̯oˈnɛl] ΕΠΊΘ
1. oppositionell τυπικ (gegnerisch):
2. oppositionell ΠΟΛΙΤ:
-
- opposition προσδιορ
op·po·si·ti·o·nell [ɔpozitsi̯oˈnɛl] ΕΠΊΘ
1. oppositionell τυπικ (gegnerisch):
2. oppositionell ΠΟΛΙΤ:
-
- opposition προσδιορ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Opportunismus
- Opportunist
- opportunistisch
- Opportunität
- Opportunitätkosten
- Oppositionelle Oppositioneller
- Oppositionsbündnis
- Oppositionsführer
- Oppositionsliste
- Oppositionspartei
- Oppositionspolitiker