στο λεξικό PONS
Lang·zeit·pa·ti·ent(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Lang·zeit·stu·dent(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Lang·zeit·ar·beits·lo·se(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
Lang·zeit·pro·gno·se <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Lang·zeit·pro·gramm <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Lang·zeit·pfle·ge <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ ΙΑΤΡ
Frei·zeit·park <-(e)s, -s> ΟΥΣ αρσ
Lang·zeit·ar·chi·vie·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Lang·zeit·ge·dächt·nis <-ses, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Langzeitparken ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.