Klä·ger(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Kläger ΝΟΜ (jd, der klagt):
-
- Kläger(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- CH, A a. Kläger(in) αρσ (θηλ)
-
- Kläger(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Kläger(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
- claimant ΝΟΜ
- Kläger(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Kläger αρσ <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.