στο λεξικό PONS
Hoch·schul·leh·rer(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Hoch·schul·pro·fes·sor(in) <-s, -en; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Hoch·schul·ab·sol·vent(in) <-en, -en> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΣΧΟΛ
Ge·samt·hoch·schu·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Fach·hoch·schu·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Mas·sen·hoch·schu·le ΟΥΣ θηλ
Mu·sik·hoch·schu·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Sport·hoch·schu·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΣΧΟΛ
Kunst·hoch·schu·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Pri·vat·hoch·schu·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Hochschulabsolvent(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Hochschule für Bankwirtschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
hochschalten
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.