Hilf·lo·sig·keit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Hilflosigkeit (völlige Hilfsbedürftigkeit):
- Hilflosigkeit
-
2. Hilflosigkeit (Ratlosigkeit):
- Hilflosigkeit
-
- Hilflosigkeit
-
- Hilflosigkeit
-
-
- Hilflosigkeit θηλ <->
-
- Hilflosigkeit θηλ <->
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.