I. grell [grɛl] ΕΠΊΘ
II. grell [grɛl] ΕΠΊΡΡ
1. grell (sehr hell):
grell be·leuch·tet ΕΠΊΘ prädr
grell be·leuch·tet, grell·be·leuch·tet ΕΠΊΘ προσδιορ
grell be·leuch·tet ΕΠΊΘ prädr
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.