Ein·wurf <-(e)s, -wür·fe> ΟΥΣ αρσ
1. Einwurf τυπικ (das Hineinstecken):
3. Einwurf (Zwischenbemerkung):
- Einwurf
-
4. Einwurf (schlitzartige Öffnung):
- Einwurf
-
-
- Einwurf αρσ <-(e)s, -wür·fe>
-
- Einwurf αρσ <-(e)s, -wür·fe>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.