στο λεξικό PONS
Bau·spar·kas·sen·we·sen ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Bau·spar·kas·se <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Lan·des·bau·spar·kas·se ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Spar·kas·sen·ver·band <-(e)s, -bände> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Spar·kas·sen·ge·setz <-es, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Stadt·spar·kas·se <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Kreis·spar·kas·se <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bausparkassengesetz ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Gesetz über Bausparkassen ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Bausparkasse ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Landesbausparkasse ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Sparkassenverband ΟΥΣ αρσ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Sparkassengesetz ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Sparkassenbetreuer ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Sparkassendirektor ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.