στο λεξικό PONS
Ba·de·was·ser <-s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
Grund·was·ser <-s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
Mund·was·ser <-s, -wässer> ΟΥΣ ουδ
Wild·was·ser·ren·nen <-s, -> ΟΥΣ ουδ ΑΘΛ
Wild·was·ser·raf·ting [-ˈra:ftɪŋ] ΟΥΣ ουδ
Wild·was·ser·ka·na·dier ΟΥΣ ουδ ΑΘΛ
Wild·was·ser·fahrt <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Wild·was·ser·boot <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Wild·was·ser·bahn <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Grund·was·ser·spie·gel <-s, -> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Hochwasser ΟΥΣ ουδ ΑΣΦΆΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Grundwasserniveau
Wasserbau
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.