I. an·däch·tig [ˈandɛçtɪç] ΕΠΊΘ
II. an·däch·tig [ˈandɛçtɪç] ΕΠΊΡΡ
1. andächtig ΘΡΗΣΚ:
2. andächtig χιουμ:
An·däch·ti·ge(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΘΡΗΣΚ
- Andächtige(r)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.