re·li·gious·ly [rɪˈlɪʤəsli] ΕΠΊΡΡ
1. religiously (concerning religion):
- religiously
-
2. religiously μτφ (done conscientiously):
- religiously
-
-
- religiously
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.