στο λεξικό PONS
 
  
 Ab·fin·dung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Abfindung (das Abfinden):
-  Abfindung
-  
2. Abfindung:
 
  
 -  
-  großzügige Abfindung
-  
-  [Entlassungs]abfindung θηλ
-  
-  großzügige Abfindung
-  
-  Abfindung θηλ <-, -en>
-  
-  Abfindung[szahlung] θηλ
-  
-  großzügige Abfindung
-  
-  Abfindung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
