στο λεξικό PONS
über|schie·ßen <schießt über, schoss über, übergeschossenüberschießt, überschoss, überschossen> ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ, meist im Partizip Präsens
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


Überschießen ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Überschießen (Überreaktion an den Börsenmärkten)
-


-
- Überschießen ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.