I. utile [ytil] ΕΠΊΘ
1. utile (nécessaire, profitable):
- utile
-
- utile dépenses, mesure, action
-
- utile indications
-
2. utile ΤΕΧΝΟΛ:
- partie utile
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.