I. suspect(e) [syspɛ, ɛkt] ΕΠΊΘ
1. suspect:
- suspect(e)
-
-
- jdm verdächtig sein
3. suspect (douteux):
- suspect(e)
-
- suspect(e)
-
II. suspect(e) [syspɛ, ɛkt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- suspect(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.