accablant(e) [akɑblɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. accablant (physiquement pénible):
2. accablant (psychiquement pénible):
3. accablant (accusateur):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.