prof [pʀɔf] ΟΥΣ αρσ θηλ οικ professeur
1. prof ΣΧΟΛ:
- prof
-
2. prof ΠΑΝΕΠ:
- prof
- Prof αρσ θηλ οικ
professeur [pʀɔfesœʀ] ΟΥΣ αρσ (Ce terme, sauf à l'oral, ne s'emploie qu'avec un déterm. masc. pour les deux sexes - contrairement à prof)
1. professeur:
2. professeur ΠΑΝΕΠ:
II. professeur [pʀɔfesœʀ]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.