I. pâtissier (-ière) [pɑtisje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
II. pâtissier (-ière) [pɑtisje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
pâtissier → crème
I. crème2 [kʀɛm] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. crème2 [kʀɛm] ΟΥΣ θηλ
1. crème (produit laitier):
3. crème (entremets):
4. crème (liqueur):
6. crème (produit de soins):
7. crème (la haute société):
III. crème2 [kʀɛm]
-
- Enthaarungscreme θηλ
-
- Buttercreme θηλ
-
- Schönheitscreme θηλ
-
- Tagescreme θηλ
-
- Nachtcreme θηλ
-
- Rasiercreme θηλ
pâtissier-glacier <pâtissiers-glaciers> [patisjeglasje] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- crème pâtissière